-
1 εξερεεινω
1) расспрашивать, разузнавать(τι Hom.)
ἐ. τινά Hom. — расспрашивать о ком-л.;med. ἐ. τινὰ μύθῳ Hom. — расспрашивать кого-л.2) разведывать, исследовать(πόρους ἁλός Hom.; μυχοὺς δόμοιο HH.)
ἐ. κιθάραν HH. — играть на кифаре
См. также в других словарях:
Ulysse — Pour les articles homonymes, voir Ulysse (homonymie). Ulysse lié au mât de son navire pour ne pas céder au chant des sirènes, Musée national archéologique d Athènes (Inv … Wikipédia en Français
εξερεείνω — ἐξερεείνω (Α) [ερεείνω] 1. ρωτώ να μάθω («ἐξερέεινε ἕκαστα», Ομ. Οδ.) 2. εξετάζω 3. ρωτώ 4. ερευνώ, αναζητώ («πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων», Ομ. Οδ.) 5. δοκιμάζω τις χορδές τής κιθάρας … Dictionary of Greek
οσμή — η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή) το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ. β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιοχ. χημ.) η ιδιότητα διαφόρων… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek